Οι συμμετέχοντες επιλέχτηκαν είτε μέσω κάποιας εφαρμογής κοινωνικής δικτύωσης είτε κάποιου συνδέσμου στο διαδίκτυο. Στις ερωτήσεις συμπεριλαμβανόντουσαν ερωτήσεις για το πόσο χρησιμοποιούσαν οι χρήστες το διαδίκτυο και με ποιο σκοπό. Επίσης υπήρχε μια σειρά ερωτήσεων που ερευνούσαν κατά πόσο ο χρήστης πάσχει από κατάθλιψη.
Οι συμμετέχοντες ήταν ηλικίας από 16 ως 51, με μέσο όρο ηλικίας τα 21.
Οι συγγραφείς της έρευνας ανακάλυψαν ότι ένα μικρό ποσοστό των χρηστών είχαν αναπτύξει εθισμό στο διαδίκτυο, αντικαθιστώντας τις κοινωνικές συναναστροφές με εφαρμογές κοινωνικής δικτύωσης και chat rooms. Το 1.2% των συμμετεχόντων ήταν «εθισμένοι στο διαδίκτυο». Αυτό το γκρουπ περνούσε τις ώρες του στο διαδίκτυο σερφάροντας σε σελίδες τζόγου, σεξ και κοινωνικής δικτύωσης.
Ένας από τους βασικούς συγγραφείς της έκθεσης η Δρ. Κατριόνα Μόρισον δήλωσε ότι «το διαδίκτυο πλέον παίζει τεράστιο ρόλο στη σύγχρονη ζωή όμως τα οφέλη συνοδεύονται και από μια σκοτεινή πλευρά. Παρόλο που πολλοί από εμάς χρησιμοποιούν το διαδίκτυο για να εξοφλήσουν λογαριασμούς, να ψωνίσουν ή να στείλουν email, υπάρχει ένα μικρό ποσοστό ανθρώπων που δεν μπορούν να ελέγξουν πόσο χρόνο περνούν στο διαδίκτυο σε βαθμό που να παρεισφρέει στην καθημερινότητά τους.»
Σε σχέση με τους μη εθισμένους, οι εθισμένοι στο διαδίκτυο συνεχίζει το δημοσίευμα, είχαν πέντε φορές περισσότερες πιθανότητες να πάσχουν από κατάθλιψη. Ο μέσος όρος της βαθμολογίας για τους εθισμένους στο διαδίκτυο τους κατέτασσε σε άτομα που έχουν μέτρια ως πολύ σοβαρά επίπεδα κατάθλιψης.
«Σύμφωνα με την έρευνά μας η υπερβολική χρήση του διαδικτύου συνδέεται με την κατάθλιψη αλλά δεν γνωρίζουμε ποιο προηγείται-αν οι καταθλιπτικοί είναι επιρρεπείς στο διαδίκτυο ή αν το διαδίκτυο προκαλεί την κατάθλιψη» δήλωσε η κυρία Μόρισον. «Αυτό που πρέπει να κάνουμε τώρα είναι να ερευνήσουμε το χαρακτήρα της σχέσης αυτής και να δούμε το θέμα της αιτιότητας».
Επικριτές της έρευνας πιστεύουν ότι δεν υπάρχει αξιόπιστος τρόπος να διαγνωσθεί ο διαδικτυακός εθισμός και η μέθοδος με την οποία επιλέχτηκαν οι συμμετέχοντας μπορεί να σημαίνει ότι το δείγμα δεν είναι αξιόπιστο.
Σύμφωνα με τον Δρ. Βον Μπελ του Ινστιτούτου Ψυχιατρικής του Πανεπιστημίου Kings του Λονδίνου εξορισμού αυτοί που ορίζονται ως «εθισμένοι στο διαδίκτυο» έχουν μια συναισθηματική διαταραχή όποτε τα αποτελέσματα της έρευνας «δεν αποτελούν μεγάλη έκπληξη».
Για το θέμα της αιτίας και του αποτελέσματος, τόνισε ότι σύμφωνα με έρευνες που έχουν γίνει στο παρελθόν είναι πιο πιθανό τα άτομα που πάσχουν από κατάθλιψη ή έχουν στρες να χρησιμοποιούν περισσότερο το διαδίκτυο και όχι το αντίθετο. Και συμπλήρωσε «Υπάρχουν άτομα που είναι πραγματικά καταθλιπτικά ή υποφέρουν από άγχος και χρησιμοποιούν το διαδίκτυο ως μέσο διαφυγής από την υπόλοιπη ζωή τους αλλά αντίστοιχα υπάρχουν και άτομα τα οποία βλέπουν πολύ τηλεόραση, βυθίζονται στα βιβλία ή ψωνίζουν υπερβολικά. Δεν υπάρχουν έγκυρες αποδείξεις ότι το πρόβλημα είναι το ίδιο το διαδίκτυο.»
Φιλανθρωπικά ιδρύματα τα οποία ασχολούνται με άτομα με ψυχικές ασθένειες δήλωσαν ότι αυτό που επιλέγουν τα άτομα να κάνουν με το χρόνο τους καθώς και το είδος των κοινωνικών συναναστροφών επηρεάζει την πνευματική υγεία.
Όπως διαβάζουμε στο δημοσίευμα, σύμφωνα με τον Δρ. Άντριου Μακούλοτς, διευθύνοντα σύμβουλο ενός τέτοιου ιδρύματος, μερικές φορές το διαδίκτυο μπορεί να έχει θετικές επιπτώσεις. «Στο βαθμό που ενθαρρύνει τα άτομα να έχουν ουσιαστικές φιλίες και κοινωνικές συναναστροφές μπορεί να έχει επηρεάσει θετικά τις ζωές των ατόμων. Όμως η διαδικτυακή κοινωνική ζωή δεν θα πρέπει να είναι υποκατάστατο της πραγματικής κοινωνικής ζωής. Θα πρέπει να λάβουμε υπόψη μας τα ευρήματα αυτής της έκθεσης-υποδηλώνουν ότι χρειάζεται και άλλη έρευνα.»
Η Σοφί Κορλετ, του φιλανθρωπικού ιδρύματος για τους ψυχικά ασθενείς Mind «τα στοιχεία υποδηλώνουν ότι η άσκηση και η συνεύρεση με ανθρώπους βοηθούν τα άτομα να παραμένουν σε καλή πνευματική κατάσταση. Παρόλο που δεν μπορούμε να πούμε ότι η υπερβολική χρήση του διαδικτύου προκαλεί κατάθλιψη, αν ένας χρήστης του διαδικτύου υποκαθιστά τις ουσιαστικές φιλίες και την κοινωνικοποίηση με τις διαδικτυακές φιλίες, αυτό μπορεί να έχει επιβλαβή αποτελέσματα στην ψυχική του υγεία.»
Πηγή: www.newstime.gr/"